Αλέξανδρος Μπαλτζής, Νικόλαος Τσιγγίλης

Πολιτιστικές και Δημιουργικές Βιομηχανίες: Νέες Τάσεις και Εξελίξεις στην Έρευνα και τις Πολιτικές
3ο επιστημονικό συνέδριο για τις πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες
Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας & Ανάπτυξης ΑΠΘ
Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης Παντείου Πανεπιστημίου
Αθήνα, 3-4 Μαρτίου 2017

 

Περίληψη

Η ανακοίνωση παρουσιάζει ορισμένα αποτελέσματα από ποσοτική πανελλαδική έρευνα στο 10% περίπου των εικαστικών καλλιτεχνών. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΚΜΣΤ) και με την συμβολή του ΕΕΤΕ. Το ευρύτερο αντικείμενό της, αφορά τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εικαστικών καλλιτεχνών και αποτελεί συνέχεια διερευνητικής μελέτης με συνεντεύξεις σε ομάδες εστίασης εικαστικών καλλιτεχνών και κινηματογραφιστών.

Το σκέλος της έρευνας που παρουσιάζεται στην ανακοίνωση εστιάζει στην στάση των εικαστικών απέναντι σε διάφορες διαστάσεις της ευελιξίας της καλλιτεχνικής εργασίας. Πολλές έρευνες που έχουν γίνει σε άλλες χώρες από μεμονωμένους ερευνητές, ερευνητικά ιδρύματα, αλλά και διεθνείς οργανισμούς όπως η ILO, ανιχνεύουν την τάση των καλλιτεχνών να είναι περισσότερο ευέλικτοι, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις υλικές συνθήκες της εργασίας τους. Με βάση τα ευρήματα αυτά, διατυπώθηκε η υπόθεση ότι η στάση των εικαστικών θα διαφοροποιείται ανάλογα με το φύλο, το επίπεδο του εισοδήματος, το αν ασκούν και άλλο επάγγελμα ή αν εργάζονται και ως εκπαιδευτικοί εικαστικών μαθημάτων, καθώς και ανάλογα με τα χρόνια που εργάζονται ως καλλιτέχνες.

Παράλληλα, εξετάστηκε το ερώτημα κατά πόσο οι εικαστικοί καλλιτέχνες στην Ελλάδα, παρουσιάζουν χαρακτηριστικά παρόμοια με εκείνα που περιγράφονται στη διεθνή βιβλιογραφία.

Τα ευρήματα δείχνουν – μεταξύ άλλων – ότι πρόκειται για κατηγορία εργαζομένων που ενώ είναι υψηλής ειδίκευσης και έχουν πολλά προσόντα, αμείβονται λίγο συγκριτικά με άλλες αντίστοιχες κατηγορίες υψηλής ειδίκευσης (το 64,5% βρίσκεται κοντά στο κατώφλι της φτώχειας). Δείχνουν, επίσης, ότι σε αντίθεση με ό,τι παρατηρείται στην αγορά της καλλιτεχνικής εργασίας, η οποία κατά κανόνα ορίζεται ως οικονομία διασημοτήτων (star economy), ο δείκτης εισοδηματικής ανισότητας μεταξύ των καλλιτεχνών είναι μάλλον μέτριος (G=37,13), ωστόσο είναι μεγαλύτερος από τον πανελλαδικό συντελεστή Gini (G=34,2 για το 2015).

Σε ό,τι αφορά τις ερευνητικές υποθέσεις, οι διαφορές που ανιχνεύθηκαν είναι λίγες και μικρές (d<0,5), ενώ οι συσχετίσεις είναι γενικά ασθενείς (<0,3). Επομένως, οι υποθέσεις για διαφοροποίηση επιβεβαιώνονται μόνο εν μέρει και σε μικρό βαθμό. Συνεπώς, η στάση των εικαστικών απέναντι στην ευελιξία ως προς την εργασία τους, είναι σχετικά ομοιογενής: δίνουν προτεραιότητα στις ψυχικές αμοιβές έναντι των οικονομικών απολαβών, ωστόσο η κοινωνική ασφάλιση αποτελεί όριο στην ευελιξία τους και προκύπτει ως κύριο ζήτημα που τους απασχολεί.

Καθώς, όμως, πρόκειται για έρευνα με περισσότερες από 250 μεταβλητές, αναμένεται ότι οι αναλύσεις που θα ακολουθήσουν, θα φωτίσουν περισσότερες λεπτομέρειες για τα ζητήματα αυτά.

 

Α. Μπαλτζής, Π. Πανταζής

Στον συλλογικό τόμο: Κείμενα για τη Δημιουργική Οικονομία. Αγορές, Εργασία, Πολιτικές (σελ. 143-168)
Επιμέλεια: Β. Αυδίκος, Θ. Καλογερέσης
Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2016
ISBN: 978-960-458-602-8

 

Περίληψη

Το κεφάλαιο παρουσιάζει τα αποτελέσματα έρευνας με αντικείμενο τις αγορές καλλιτεχνικής εργασίας στην περίοδο της τρέχουσας οικονομικής ύφεσης. Στόχος της έρευνας είναι να καλύψει μέρος από το κενό στις μελέτες για την καλλιτεχνική εργασία στη χώρα μας και να συμβάλει, μαζί με τις ελάχιστες σχετικές έρευνες που έχουν δημοσιευτεί, στην ανάπτυξη περαιτέρω ερευνών για τα χαρακτηριστικά και τις συνθήκες της καλλιτεχνικής εργασίας στην Ελλάδα, στο πλαίσιο των επιπτώσεων από την πολιτική για την αντιμετώπιση της οικονομικής ύφεσης. Η μέθοδος που υιοθετήθηκε ήταν οι συνεντεύξεις με ομάδες εστίασης και οι κλάδοι στους οποίους εστίασε η έρευνα περιλαμβάνουν εικαστικούς καλλιτέχνες, κινηματογραφιστές και σκηνοθέτες.

Τα ευρήματα δείχνουν ότι στην Ελλάδα, τα βασικά γνωρίσματα της καλλιτεχνικής εργασίας δεν παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές σε σύγκριση με εκείνα που ανιχνεύονται από αντίστοιχες έρευνες σε άλλες χώρες και περιγράφονται στη διεθνή βιβλιογραφία. Ωστόσο, από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί οδηγεί σε αύξηση του εξωτερικού ανταγωνισμού στις αγορές της καλλιτεχνικής εργασίας, με αποτέλεσμα αφενός να καθίστανται ασαφή τα όρια ανάμεσα στην επαγγελματική απασχόληση και την ερασιτεχνική ενασχόληση και αφετέρου να απαξιώνεται περαιτέρω η καλλιτεχνική εργασία. Παράλληλα, η οικονομική πίεση οδηγεί σε αύξηση της ετεροαπασχόλησης και της επιδίωξης για μετανάστευση.

Με βάση τα ευρήματα, συμπεραίνεται ότι τα εμπόδια εισόδου στις αγορές καλλιτεχνικής εργασίας αυξάνονται για όσους διαθέτουν απλώς το σχετικό πολιτισμικό κεφάλαιο, ενώ φαίνεται να μειώνονται για όσους διαθέτουν το κοινωνικό και οικονομικό κεφάλαιο που απαιτείται για την ένταξη στην αγορά της καλλιτεχνικής εργασίας. Στην περίοδο πριν από την ύφεση, το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο μπορούσε να αντισταθμίζει εν μέρει ορισμένες από τις αρνητικές συνέπειες των ιδιομορφιών που παρουσιάζει η καλλιτεχνική εργασία. Στην περίοδο της ύφεσης, όμως, γίνεται όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη για διαμόρφωση πολιτιστικής πολιτικής που θα μπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο στις μεταβολές της καλλιτεχνικής εργασίας οι οποίες πραγματοποιούνται σε κατευθύνσεις που δεν φαίνεται να προοιωνίζουν κάτι θετικό για την ανάπτυξη των τεχνών και του πολιτισμού στη χώρα μας.

 

Maria Manolika, Alexandros Baltzis

15th International Conference on Motivation
Διεθνές επιστημονικό συνέδριο
Τμήμα Ψυχολογίας ΑΠΘ
EARLI SIG 8: Motivation and Emotion
Συνεδριακό κέντρο ΑΠΘ
Θεσσαλονίκη, 24-27 Αυγούστου 2016

 

Περίληψη

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι πολιτιστικοί οργανισμοί και φορείς όπως μουσεία, θέατρα, αίθουσες τέχνης κ.ά., αναδύθηκαν σε έναν από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους τομείς της βιομηχανίας ελεύθερου χρόνου και άρχισαν να προσελκύουν όλο και περισσότερο την προσοχή των ερευνητών. Παρόλο που τα κίνητρα είναι η κινητήρια δύναμη κάθε ανθρώπινης συμπεριφοράς, στον τομέα της πολιτισμικής κατανάλωσης δεν έχει ερευνηθεί αρκετά ο κομβικής σημασίας ρόλος τους. Ως αποτέλεσμα, σε αντίθεση με άλλους τομείς της καταναλωτικής συμπεριφοράς, παρατηρείται έλλειψη τυποποιημένων ερωτηματολογίων.

Με στόχο να καλυφθεί ένα μέρος από το κενό αυτό, σχεδιάστηκε και δοκιμάστηκε ένα ερωτηματολόγιο για τον εντοπισμό και την διαπίστωση των βασικών κινήτρων της πολιτιστικής κατανάλωσης. Το ερωτηματολόγιο αναπτύχθηκε σε τέσσερα στάδια, δηλαδή με: (α) εκτεταμένη επισκόπηση της βιβλιογραφίας, (β) έλεγχο της επιφανειακής εγκυρότητας και της εγκυρότητας περιεχομένου, (γ) ανίχνευση της εγκυρότητας της θεωρητικής κατασκευής, με παραγοντική ανάλυση, και τέλος (δ) δοκιμασία της αξιοπιστίας ως προς την εσωτερική συνοχή. Σειρά αναλύσεων για την εγκυρότητα και της αξιοπιστία, έδειξε ότι η εγκυρότητα του περιεχομένου και της θεωρητικής κατασκευής βρίσκονται σε αποδεκτά επίπεδα, καθώς και ότι η αξιοπιστία ως προς την εσωτερική συνοχή είναι καλή (Cronbach’s alpha από 0,77 έως 0,94).

Η διερευνητική παραγοντική ανάλυση ανίχνευσε τρεις κατηγορίες κινήτρων:

  1. Συναισθηματικά (επιθυμία για απόδραση και ψυχαγωγία, αλλά και συναισθηματική διέγερση),
  2. Γνωστικά (επιθυμία για καλλιτεχνική ή αισθητική διερεύνηση και για μάθηση, περιέργεια)
  3. Κοινωνικά (επιθυμία για βελτίωση της οικογενειακής εγγύτητας, εσωτερική και εξωτερική κοινωνικοποίηση)

Η ανακοίνωση παρουσιάζει ένα νέο ερευνητικό εργαλείο με ισχυρές ψυχομετρικές δυνατότητες, το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί για την ανίχνευση και την μέτρηση των κινήτρων της πολιτιστικής κατανάλωσης.

 

 

Δημιουργική και Πολιτιστική Οικονομία: Χωρικές Αναπτυξιακές Πολιτικές
Επιστημονικό συνέδριο
Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης ΑΠΘ
Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης Παντείου Πανεπιστημίου
Συνεδριακό κέντρο ΑΠΘ
Θεσσαλονίκη, 11-12 Δεκεμβρίου 2015

 

Περίληψη

Στόχος της ανακοίνωσης είναι να φέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση για την εργασία στους κλάδους του πολιτισμού και της δημιουργικής οικονομίας. Η πολιτισμική στροφή στη σκέψη για την ανάπτυξη και η πολιτική ρητορική για την κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας, καλλιέργησαν από τα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα την υπόσχεση ενός νέου κόσμου, όπου η δημιουργική εργασία θα ήταν ιδιαίτερα ευνοημένη και ενισχυμένη. Ωστόσο, όπως προκύπτει από αναλύσεις της δημιουργικής εργασίας και των αγορών της, οι κοινωνικές ανισότητες παραμένουν συστημικό χαρακτηριστικό των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών.

Λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της τρέχουσας οικονομικής ύφεσης, η ανακοίνωση εστιάζει αφενός στην πολιτική για την πολιτιστική και δημιουργική εργασία. Αφετέρου, εστιάζει στον τρόπο που οι εργαζόμενοι στους αντίστοιχους κλάδους – και ιδιαίτερα οι νέοι – προσπαθούν να διαχειριστούν τις αντιφάσεις που αντιμετωπίζουν, σε ένα περιβάλλον όπου τα δομικά χαρακτηριστικά της καλλιτεχνικής εργασίας έχουν γενικευτεί, με αποτέλεσμα να αυξάνονται διαρκώς οι ευάλωτες κατηγορίες εργαζομένων.

Σε εθνικό, αλλά και ευρωπαϊκό πολιτικό επίπεδο, προς το παρόν δεν διαπιστώνεται πρόθεση να γίνει σοβαρή συζήτηση για την αβεβαιότητα, την επισφάλεια και όλα τα στοιχεία που καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτους τους καλλιτέχνες ως εργαζόμενους ή γενικά τους εργαζόμενους στη λεγόμενη δημιουργική οικονομία. Εξάλλου, ενώ οι ιδιομορφίες της δημιουργικής εργασίας είναι γνωστές από δεκάδες αναλύσεις και έρευνες, η πολιτική για τους κλάδους του πολιτισμού, δεν τις λαμβάνει υπόψη, παρά τις σχετικές γνωμοδοτήσεις και εκθέσεις συμβουλευτικών οργάνων και επιτροπών, όπως η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ή η Επιτροπή Πολιτισμού και Παιδείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το δεύτερο στοιχείο που δεν λαμβάνεται υπόψη στους πολιτικούς σχεδιασμούς για τη θέση του πολιτισμού στη νέα οικονομία, είναι οι γενικές τάσεις που έχουν παρατηρηθεί και οι ευρύτερες συνέπειές τους.

Η αδυναμία να αναγνωριστούν οι πρόδηλες κοινωνικές ανισότητες στο πεδίο της δημιουργικής εργασίας, αναδεικνύει τους περιορισμούς μιας πολιτικής για τη δημιουργική οικονομία, η οποία εστιάζει μυωπικά στην ανάπτυξη δεξιοτήτων που καθιστούν άμεσα "απασχολήσιμους" τους εργαζόμενους. Αυτή η αδυναμία, όμως, συνεπάγεται απουσία πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση των προκλήσεων σε μια σειρά από δημιουργικούς κλάδους. Με τις ιδιαιτερότητες και τις ιδιομορφίες που την διακρίνουν, η εργασία των καλλιτεχνών και άλλων δημιουργικών εργαζόμενων, αποτελεί ίσως μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την πολιτική στον τομέα αυτό.

Όσο, όμως, οι προκλήσεις δεν αντιμετωπίζονται με πολιτικά μέσα, τόσο υπονομεύεται τελικά η ίδια η δημιουργικότητα, επειδή με την εσωτερίκευση των ασυμμετριών και των κοινωνικών ανισοτήτων, υπονομεύεται η ικανότητα των δημιουργών να θεωρούν με κριτικό τρόπο όχι μόνο την πραγματικότητα που τους περιβάλλει, αλλά επίσης τη θέση τους και τους ρόλους που αναλαμβάνουν μέσα σε αυτήν. Τελικά, η καλλιτεχνική εργασία μετατρέπεται σε μηχανισμό κοινωνικής ενσωμάτωσης. Αυτήν την πρόκληση, η κυρίαρχη πολιτική σε ευρωπαϊκό, αλλά και εθνικό επίπεδο, φαίνεται προς το παρόν απρόθυμη να την αντιμετωπίσει. Για το λόγο αυτό, είναι αναγκαίο να αναπτυχθεί η συζήτηση για την πολιτιστική και δημιουργική εργασία.

 

Τα Μουσεία Είμαστε Εμείς: Διευρύνοντας τον Ρόλο των Μουσείων και των Πολιτιστικών Οργανισμών στην Κοινωνία
Διεθνής ημερίδα (προσκεκλημένος ομιλητής)

Γενικό Προξενείο των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη
Βρετανικό Συμβούλιο
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης
Θεσσαλονίκη, 27 Νοεμβρίου 2015

 

Περίληψη

Αναλύονται οι πολυδιάστατες σχέσεις και αλληλεπιδράσεις των μουσείων με τις τοπικές και εθνικές κοινωνίες. Τίθενται προς συζήτηση ορισμένοι ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες που μπορεί να ενισχύουν ή να αποδυναμώνουν κάθε προσπάθεια για συμβολή των οργανισμών αυτών στην κοινωνική ένταξη, όχι μόνο μερίδων του κοινού, αλλά και των δημιουργών. Τα μουσεία, ακόμη και αν το επιδιώξουν, δεν μπορούν να είναι "κλειστοί" οργανισμοί, επειδή:

  • Διαχειρίζονται πόρους, έχουν κύκλο εργασιών, δημιουργούν εισόδημα και προκαλούν δαπάνη συμμετέχοντας στο ΑΕΠ.
  • Παράγουν και διαχειρίζονται γνώση με το επιστημονικό προσωπικό που απασχολούν.
  • Εφαρμόζουν, αλλά και παράγουν καινοτομίες, όχι μόνο στον τομέα της τεχνολογίας, αλλά και στον τομέα της έρευνας ως παραγωγοί γνώσης, στον τομέα της διοίκησης με νέα μοντέλα που αξιοποιούν, καθώς και στον τομέα της πρόσβασης του κοινού με καινοτόμες δράσεις και πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν.
  • Ως χώροι εργασίας, διαχειρίζονται τη διαφορετικότητα ως προς το φύλο, τη φυλή, την εθνότητα, την κοινωνική τάξη, κ.λπ.
  • Διαχειρίζονται την πρόσβαση του κοινού σε πολιτισμικούς πόρους, αλλά και των δημιουργών στο κοινό, ως θεσμοί διαμεσολάβησης.
  • Διαχειρίζονται την συλλογική μνήμη και αποτελούν αυθεντίες της ερμηνείας.
  • Αποτελούν αντικείμενο πολιτικής ρύθμισης, από την οποία εξαρτάται το περιθώριο των πρωτοβουλιών και των δράσεων που μπορούν να αναπτύξουν.

Σε όλα τα παραπάνω επίπεδα και ανεξάρτητα από τη στρατηγική που επιλέγουν ή το μοντέλο διοίκησης που υιοθετούν, τα μουσεία κάνουν επιλογές οι οποίες σχετίζονται – άλλες άμεσα και άλλες έμμεσα – με διάφορες διαστάσεις τους κοινωνικού αποκλεισμού. Μπορούν, στο περιθώριο που έχουν, να συμβάλλουν λιγότερο ή περισσότερο στην κοινωνική ένταξη.

Παράλληλα, μια σειρά από ενδογενείς, αλλά και εξωγενείς παράγοντες προσδιορίζουν τα μουσεία ως κατεξοχήν θεσμούς αποκλεισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν καμία δυνατότητα άμβλυνσης του χαρακτηριστικού αυτού γνωρίσματος που τα διακρίνει ως θεσμούς πολιτιστικής ταυτότητας. Σε κάθε περίπτωση, όποιο και αν είναι το όραμα οποιουδήποτε μουσείου, τα περιθώρια της δραστηριοποίησής του εξαρτώνται από την πραγματικότητα των ενδογενών του περιορισμών, αλλά και από εκείνους που ορίζει το δόγμα "ανάπτυξη μέσω λιτότητας".