Maria Manolika, Alexandros Baltzis, Antonis Gardikiotis

Άρθρο στο επιστημονικό περιοδικό με κριτές:
Empirical Studies of the Arts, 39(1), 17–35 [2021]
DOI: 10.1177/0276237419868952

 

Περίληψη

Πολλές έρευνες στην ψυχολογία της μουσικής δείχνουν ότι υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στις μουσικές προτιμήσεις τις ατομικές διαφορές ως προς την προσωπικότητα, ανάμεσα στις ποικίλες χρήσεις της μουσικής και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, καθώς και ανάμεσα στις μουσικές προτιμήσεις και τις προσωπικές αξίες. Ωστόσο, δεν έχει ακόμη διερευνηθεί η συσχέτιση ανάμεσα στις προσωπικές αξίες και τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιείται η μουσική.

Για να εξεταστεί αυτή η σχέση, πραγματοποιήθηκε εμπειρική έρευνα με αυτοσυμπληρούμενο ερωτηματολόγιο σε δείγμα 400 ατόμων. Το ερωτηματολόγιο περιλάμβανε δείκτες για τις χρήσεις της μουσικής, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και τις προσωπικές αξίες, καθώς και ερωτήσεις για τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων.

Η ιεραρχική παλινδρόμηση έδειξε ότι τόσο η προσωπικότητα όσο και οι προσωπικές αξίες, αλλά και το φύλο, συμβάλλουν διαφοροποιημένα στην πρόβλεψη των ποικίλων τρόπων με τους οποίους χρησιμοποιείται η μουσική. Γενικά, τα ευρήματα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κατανόηση των τρόπων με τους οποίους οι ακροατές βιώνουν την μουσική, μπορεί να βελτιωθεί εξετάζοντας ποικίλες μεταβλητές με τις οποίες ανιχνεύονται οι ατομικές διαφορές.

 

Αλέξανδρος Μπαλτζής

Άρθρο στο επιστημονικό περιοδικό με κριτές:
Πολυφωνία, τεύχος 33-34/2019, σελ. 28-41
Αθήνα: Εκδόσεις «Κουλτούρα»
https://www.polyphonia.gr/issues_0033-34_el_contents.htm

Το άρθρο δημοσιεύεται μετά από επεξεργασία της εισήγησης στην ημερίδα
Μουσική – Αισθητική – Κοινωνία
(στη μνήμη της Ο. Ψυχοπαίδη)
Τμήμα Μουσικών Σπουδών ΕΚΠΑ
Αθήνα, 23 Νοεμβρίου 2018

 

Περίληψη

Το άρθρο αυτό παρουσιάζει συνοπτικά τις νέες συνθήκες παραγωγής, κυκλοφορίας και πρόσληψης των πολιτιστικών αγαθών, και σε αυτό το πλαίσιο αναζητά τη θέση της κριτικής που άσκησε ο Adorno στις βιομηχανίες του πολιτισμού. Οι δυνατότητες που παρέχουν οι ψηφιακές τεχνολογίες, η ανάπτυξη του διαδικτύου και ο νέος διεθνής καταμερισμός της εργασίας στους κλάδους του πολιτισμού, στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, η δικτύωση και η “διαδικτύωση” των δημιουργών αλλά και του κοινού, έχουν επιφέρει σημαντικές αλλαγές στους τρόπους παραγωγής πολιτισμού.

Ταυτόχρονα, όλες αυτές οι αλληλένδετες εξελίξεις αποτελούν μερικά από τα στοιχεία μιας κατάστασης αρκετά διαφορετικής από εκείνη την οποία είχε υπόψη του και βίωνε ο Adorno, όταν διατύπωνε την κριτική του για τις βιομηχανίες του πολιτισμού. Σε αυτές τις εξελίξεις εστιάζεται το άρθρο αυτό, με στόχο να θέσει προς συζήτηση μια σειρά από ερωτήματα αναφορικά με την κριτική των πολιτιστικών βιομηχανιών, σε μια προσπάθεια να διερευνηθεί και να αναδειχθεί ό,τι εξακολουθεί να είναι επίκαιρο και σημαντικό από την οπτική του Adorno. Παράλληλα, αποσαφηνίζει μερικές από τις πιο διαδεδομένες παρανοήσεις, που παρουσιάζουν τις απόψεις του υπερβολικά επιφανειακές.

 

 

Alexandros Baltzis, Nikolaos Tsigilis

(Un)Making Europe: Capitalism, Solidarities, Subjectivities
13ο Συνέδριο της European Sociological Association
European Sociological Association
Ελληνική Κοινωνιολογική Εταιρεία
Πάντειο Πανεπιστήμιο
Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
Αθήνα, 29 Αυγούστου - 1 Σεπτεμβρίου 2017

 

Περίληψη

Στην ανακοίνωση παρουσιάζονται ορισμένα αποτελέσματα πρωτότυπης έρευνας σε δείγμα 591 εικαστικών καλλιτεχνών, η οποία επικέντρωσε στις συνθήκες εργασία και διαβίωσής τους. Το συγκεκριμένο δείγμα αντιπροσωπεύει το 10% περίπου των μελών του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ). Το περιθώριο σφάλματος είναι ±3.82% και το διάστημα εμπιστοσύνης 95%. Το ερωτηματολόγιο περιλαμβάνει πάνω από 250 μεταβλητές που αφορούν ευρύ φάσμα θεμάτων. Περιλαμβάνει, επίσης, τυπικούς δείκτες για την μέτρηση της υλικής στέρησης, καθώς και ερωτήσεις σύγκρισης της κατάστασης πριν και μετά την εισαγωγή των μέτρων λιτότητας. Η έρευνα σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και υποστηρίχθηκε από το ΕΕΤΕ. Τεχνικά, υποστηρίχθηκε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Πρόκειται για την πρώτη έρευνα του είδους που πραγματοποιείται στην Ελλάδα και αποτελεί μέρος ευρύτερης προσπάθειας να μελετηθεί η πολιτιστική εργασία στη χώρα. Στηρίζεται σε προηγούμενη διερευνητική μελέτη με συνεντεύξεις από ομάδες εστίασης εικαστικών καλλιτεχνών και κινηματογραφιστών για τις συνθήκες εργασίας (βλ. Μπαλτζής & Πανταζής, 2016).

Διευρύνοντας το φάσμα των επιμέρους τυπικών δεικτών υλικής στέρησης, ώστε να προσαρμοστεί στις ιδιαιτερότητες των εικαστικών καλλιτεχνών, κατασκευάστηκε ένας γενικός δείκτης οικονομικής στενότητας (Cronbach’s Alpha = .893). Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι οι ερωτώμενοι απαντούν συνεκτικά στις ερωτήσεις για το εισόδημα, τις συνθήκες διαβίωσης, καθώς και τις μεταβολές στις συνθήκες εργασίας τους, δίνοντας την δυνατότητα οι μεταβλητές να αξιοποιηθούν ως αξιόπιστοι δείκτες για τις συνέπειες της πολιτικής λιτότητας στην συγκεκριμένη κατηγορία καλλιτεχνών. Ο γενικός δείκτης οικονομικής στενότητας χρησιμοποιήθηκε για αναλύσεις μεταβλητών με τις οποίες συγκρίθηκαν οι περίοδοι πριν και μετά την εισαγωγή των προγραμμάτων λιτότητας, σε συνάρτηση πάντα με τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης. Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι εικαστικοί στην Ελλάδα, αντιμετωπίζουν σοβαρή υλική στέρηση σε ποσοστό πολύ μεγαλύτερο (68,8%) σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό (22,2%), και επομένως διαπιστώνεται εκτεταμένη στέρηση των υλικών προϋποθέσεων του καλλιτεχνικού έργου.

Παράλληλα, χρησιμοποιώντας την κλίμακα Ευρωπαϊκής Κοινωνικο-Οικονομικής Ταξινόμησης (ESeC 5), όπως προσαρμόστηκε για τα ελληνικά δεδομένα από τους ερευνητές του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, διερευνήθηκε η κοινωνική προέλευση των εικαστικών καλλιτεχνών. Τα ευρήματα έδειξαν ότι η διαγενεακή κινητικότητα, που αποτελεί μία τάση εκδημοκρατισμού στο πεδίο των εικαστικών τεχνών, δεν ευνοεί την αντιμετώπιση της εκτεταμένης οικονομικής στενότητας και υλικής στέρησης. Οι κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των εικαστικών καλλιτεχνών εντείνονται, καθώς εκείνοι που προέρχονται από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα αντιμετωπίζουν οικονομική στενότητα και  υλική στέρηση σε μεγαλύτερο βαθμό.

Τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι χρειάζονται αντίστοιχες αναλύσεις για τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης και σε άλλους κλάδους, ενώ τα ζητήματα που εγείρονται, χρειάζεται να ληφθούν υπόψη από εκείνους που λαμβάνουν τις αποφάσεις όχι μόνο της πολιτιστικής, αλλά και της οικονομικής πολιτικής.

 

 

Alexandros Baltzis, Nikolaos Tsigilis

The Industrialization of Creativity and its Limits: Value, Self-expression and the Economy of Culture in Times of Crisis
Διεθνές επιστημονικό συνέδριο
National Research University Higher School of Economics, Μόσχα
(St. Petersburg Branch και Faculty of Communication, Media and Design)
Αγία Πετρούπολη, 23-24 Ιουνίου 2017

 

Περίληψη

Στην ανακοίνωση παρουσιάζονται ορισμένα από τα αποτελέσματα πρωτότυπης έρευνας σε δείγμα 591 εικαστικών καλλιτεχνών, η οποία επικέντρωσε στις συνθήκες εργασία και διαβίωσής τους. Το συγκεκριμένο δείγμα αντιπροσωπεύει το 10% περίπου των μελών του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ). Το περιθώριο σφάλματος είναι ±3.82% και το διάστημα εμπιστοσύνης 95%. Το ερωτηματολόγιο περιλαμβάνει πάνω από 250 μεταβλητές που αφορούν ευρύ φάσμα θεμάτων. Περιλαμβάνει, επίσης, τυπικούς δείκτες για την μέτρηση της υλικής στέρησης, καθώς και ερωτήσεις σύγκρισης της κατάστασης πριν και μετά την εισαγωγή των μέτρων λιτότητας. Η έρευνα σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και υποστηρίχθηκε από το ΕΕΤΕ. Τεχνικά, υποστηρίχθηκε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Πρόκειται για την πρώτη έρευνα του είδους που πραγματοποιείται στην Ελλάδα και αποτελεί μέρος ευρύτερης προσπάθειας να μελετηθεί η πολιτιστική εργασία στη χώρα. Στηρίζεται σε προηγούμενη διερευνητική μελέτη με συνεντεύξεις από ομάδες εστίασης εικαστικών καλλιτεχνών και κινηματογραφιστών για τις συνθήκες εργασίας (βλ. Μπαλτζής & Πανταζής, 2016).

Η ανακοίνωση περιγράφει το επαγγελματικό προφίλ των εικαστικών καλλιτεχνών στην Ελλάδα, το οποίο δεν διαφέρει σημαντικά από το προφίλ που περιγράφεται στην περίπτωση άλλων χωρών, και το οποίο έχουν μελετήσει για παράδειγμα οι Ball, Pollard, & Stanley, Benhamou, Heinich, Hesmondhalgh, Menger, και άλλοι. Ωστόσο, επικεντρώνει στην ανίχνευση της διαφοράς πριν και μετά το 2012, το έτος κατά το οποίο οι επιπτώσεις των πολιτικών λιτότητας άρχισαν να γίνονται εμφανείς. Οι ερωτώμενοι κλήθηκαν να συγκρίνουν την κατάσταση πριν και μετά το 2012, απαντώντας σε 16 δείκτες οι οποίοι καλύπτουν τις διαφορετικές διαστάσεις των συνθηκών εργασίας των εικαστικών καλλιτεχνών. Μόλις 2%-10% των ερωτώμενων (ανάλογα με τον εκάστοτε δείκτη) απάντησε ότι οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί. Η ανάλυση ανιχνεύει σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δύο περιόδους. Παράλληλα, μόλις το 7,4% των ερωτώμενων εξέφρασε υψηλό και πολύ υψηλό βαθμό αισιοδοξίας για το μέλλον των εικαστικών τεχνών στην Ελλάδα. Η διαφοροποίηση των απαντήσεων στους 16 δείκτες αναλύθηκε λαμβάνοντας υπόψη τον υψηλό βαθμό οικονομικής στενότητας που διαπιστώθηκε στο συγκεκριμένο δείγμα, τα επίπεδα εισοδήματος, καθώς και τις μεταβλητές για την πολυαπασχόληση.

Τα ευρήματα δείχνουν ένα μέρος από τις αρνητικές συνέπειες των πολιτικών λιτότητας, όχι μόνο για τον τρόπο που βιώνουν οι εικαστικοί καλλιτέχνες τις τρέχουσες συνθήκες, αλλά και γενικότερα για το μέλλον της πολιτιστικής εργασίας στη χώρα. Και το τελευταίο δεν διαγράφεται πολύ φωτεινό.

 

 

Μαρία Μανωλίκα, Αλέξανδρος Μπαλτζής

Πολιτιστικές και Δημιουργικές Βιομηχανίες: Νέες Τάσεις και Εξελίξεις στην Έρευνα και τις Πολιτικές
3ο επιστημονικό συνέδριο για τις πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες
Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας & Ανάπτυξης ΑΠΘ
Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης Παντείου Πανεπιστημίου
Αθήνα, 3-4 Μαρτίου 2017

 

Περίληψη

Η ανακοίνωση παρουσιάζει έρευνα σε δείγμα 1.408 φοιτητών του ΑΠΘ, με στόχο να αναδείξει ορισμένους από τους περιορισμούς του πολιτιστικού μάρκετινγκ και να συμβάλει στην συζήτηση για τον προσανατολισμό των ερευνών κοινού με σκοπό την τμηματοποίησή του. Συνήθως, οι έρευνες κοινού στηρίζονται στην πεποίθηση ότι τα δημογραφικά χαρακτηριστικά επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την πολιτισμική συμπεριφορά, χωρίς να εξετάζεται εάν υπάρχουν διαμεσολαβητικοί παράγοντες, όπως για παράδειγμα η προσωπικότητα ή τα κίνητρα. Φυσικά, στον τομέα του πολιτιστικού μάρκετινγκ όλων των κλάδων, αναγνωρίζεται ότι οι αποφάσεις του κοινού επηρεάζονται και από ψυχολογικούς παράγοντες. Ωστόσο, παρόλο που λαμβάνονται υπόψη για την τμηματοποίηση του κοινού, οι σχετικές έρευνες συνήθως παραβλέπουν το ενδεχόμενο να διαμεσολαβούν για την επιρροή των δημογραφικών παραγόντων.

Εντοπίζοντας το κενό αυτό, η έρευνα που παρουσιάζεται στην ανακοίνωση, εστιάζει στα κίνητρα ως παράγοντα που διαμεσολαβεί για την επιρροή των δημογραφικών χαρακτηριστικών στην συχνότητα συμμετοχής σε πολιτιστικές δραστηριότητες. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ίσως χρειάζεται να αναθεωρηθούν ορισμένες από τις τυπικές παραδοχές στις οποίες στηρίζονται κατά κανόνα οι έρευνες κοινού που διεξάγουν τα στελέχη πολιτιστικής διαχείρισης και πολιτιστικού μάρκετινγκ, αλλά και όσοι λαμβάνουν αποφάσεις για την πολιτιστική πολιτική.

Με βάση προγενέστερες μελέτες των συγγραφέων, διατυπώθηκε η υπόθεση ότι εφόσον τα κίνητρα επηρεάζουν την πολιτισμική συμπεριφορά και επηρεάζονται από τα δημογραφικά χαρακτηριστικά, είναι πιθανό να αποτελούν διαμεσολαβητική μεταβλητή. Για να εξεταστεί κατά πόσο ισχύει αυτό, πραγματοποιήθηκε ανάλυση διαδρομών (path analysis), αφού προηγουμένως διερευνήθηκε η υπόθεση που προέκυψε από την βιβλιογραφική έρευνα, ότι δηλαδή τα κίνητρα της πολιτισμικής συμπεριφοράς μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις βασικές κατηγορίες: γνωστικά, κοινωνικά και συναισθηματικά.

Με την προσθήκη των κινήτρων διαπιστώθηκε σημαντική μείωση των γραμμικών συντελεστών β και προέκυψε στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο μοντέλο με τα κίνητρα και το μοντέλο χωρίς αυτά. Οι δείκτες καλής προσαρμογής των μοντέλων CFI και RMSEA ήταν αρκετά ικανοποιητικοί, και η σύγκριση έδειξε ότι η διαμεσολάβηση είναι μερική. Επιπλέον, προέκυψε ότι τα γνωστικά κίνητρα είναι τα πιο σημαντικά, ενώ ακολουθούν τα κοινωνικά και τέλος τα συναισθηματικά.

Η σημασία της έρευνας, έγκειται στο ότι μπορεί να προσφέρει μία διαφορετική οπτική για την τμηματοποίηση του κοινού, ενδεχομένως βελτιώνοντας την κατανόησή του. Λαμβάνοντας υπόψη τους ολοένα και μεγαλύτερους οικονομικούς περιορισμούς, το πλήθος των ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων ελεύθερου χρόνου, καθώς και τις αλλαγές στον τρόπο ζωής του πληθυσμού, η καλύτερη κατανόηση των αναγκών του κοινού μπορεί να συμβάλει στη μείωση ορισμένων από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πολιτιστικοί οργανισμοί.

Μπορεί η παράβλεψη του διαμεσολαβητικού ρόλου που έχουν οι ψυχολογικοί παράγοντες να μην έχει δραματικές επιπτώσεις στην αξιοπιστία και την εγκυρότητα της τμηματοποίησης του κοινού ή στην όποια πρόβλεψη της πολιτιστικής συμπεριφοράς, ωστόσο αυτό μένει να φανεί σε επόμενες έρευνες. Εξάλλου, χρειάζονται παρόμοιες έρευνες στον γενικό πληθυσμό, αλλά και με περισσότερες δημογραφικές μεταβλητές, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο επιβεβαιώνεται η υπόθεση για τον διαμεσολαβητικό χαρακτήρα των ψυχολογικών παραγόντων.