Στον τόμο Ψηφιακά Μέσα: Ο Πολιτισμός του Ήχου και του Θεάματος, σελ. 305-335 (συμμετοχή μετά από πρόσκληση)
Επιμέλεια: Μιχάλης Κοκκώνης, Γρηγόρης Πασχαλίδης, Φιλήμων Μπαντιμαρούδης
Αθήνα: Κριτική, 2010

 

Περίληψη

Η μελέτη αυτή παρουσιάζει μια επισκόπηση της εξέλιξης του διαδικτυακού ραδιοφώνου και των ερευνών στο πεδίο αυτό. Από την οπτική της ιδιαίτερης σχέσης του ραδιοφώνου με τη μουσική κουλτούρα, εντοπίζονται τα ζητήματα που έχουν προκύψει και παρουσιάζονται οι θεωρητικές αναζητήσεις και η λογική των εμπειρικών ερευνών για το διαδικτυακό ραδιόφωνο, ενώ παράλληλα επισημαίνονται τα ερωτήματα που παραμένουν ακόμη ανοικτά. Η μελέτη διαπιστώνει ότι το εύρος της θεματολογίας, το πλήθος των επιστημονικών πεδίων στα οποία εκτείνονται οι έρευνες, το χρονικό διάστημα το οποίο καταλαμβάνουν, αλλά και οι κατευθύνσεις στις οποίες μπορούν να κινηθούν μελλοντικά, δείχνουν ότι το διαδικτυακό ραδιόφωνο δεν αποτελεί πρόσκαιρο ή ευκαιριακό πεδίο προβληματισμού, ιδιαίτερα για όσους θεωρούν ότι το ραδιόφωνο ορίζεται από το είδος του περιεχομένου που διαθέτει, τον τρόπο με τον οποίο το παράγει και την ειδική του σχέση με τη μουσική κουλτούρα και όχι από την εκάστοτε τεχνολογία μετάδοσης.

Η μελέτη αναδεικνύει την ιδιαίτερη πολιτισμική σημασία του ερτζιανού ραδιοφώνου και την καταλυτική επίδραση που άσκησε στη μουσική κουλτούρα, επισημαίνοντας τις ιδιομορφίες της ελληνικής περίπτωσης, με το σκεπτικό ότι αποτελεί ένα ευρύτερο πλαίσιο για την ανάλυση του διαδικτυακού ραδιοφώνου. Επίσης, παρουσιάζει κριτικά τις βασικές κοινωνιολογικές προσεγγίσεις των τρόπων με τους οποίους το ερτζιανό ραδιόφωνο συμβάλλει στην κατασκευή της κουλτούρας και κατασκευάζεται από αυτήν (Adorno, Hirsch, Peterson, Hennion, Negus), καταλήγοντας αφενός ότι το διαδικτυακό ραδιόφωνο αποτελεί πρόκληση για αυτές και αφετέρου ότι η σχέση του με τη μουσική κουλτούρα παραμένει ένα κεντρικό πεδίο, ανοικτό στην έρευνα.

Από την ανάλυση προκύπτει ότι, ενώ από τη μία πλευρά οι μελέτες εντοπίζουν νέες τάσεις και δυνατότητες σε αυτήν την κατεύθυνση, από την άλλη, οι έρευνες δεν έχουν ακόμη προχωρήσει αρκετά. Ως αποτέλεσμα, αν και το διαδικτυακό ραδιόφωνο δεν φαίνεται να καταλύει την ιστορική σχέση με τη μουσική κουλτούρα, δεν έχει γίνει ακόμη σαφές σε ποιο βαθμό και πώς ακριβώς την τροποποιεί, ενώ απουσιάζει, προς το παρόν, και μια επανεξέταση των προσεγγίσεων για τις οποίες αποτελεί πρόκληση. Τέλος, υποστηρίζεται ότι η ανάπτυξη της έρευνας στην κατεύθυνση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, επειδή θα μπορούσε να οδηγήσει στην επανεξέταση και τον εμπλουτισμό βασικών θεωριών και παραδοχών τόσο για την παραγωγή της κουλτούρας, όσο και για την κουλτούρα της παραγωγής γενικά.

 

Κριτική εισαγωγή στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του John Walker
"Η Τέχνη στην Εποχή των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας" ("Art in the Age of Mass Media"), σελ. 11-27

Μετάφραση: Χάιδω Παπαβασιλείου, Πένυ Φυλακτάκη
Επιστημονική επιμέλεια: Αλέξανδρος Μπαλτζής
Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2010
ISBN: 978-960-12-1928-8

 

Περίληψη

Παρουσιάζονται τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσέγγισης που υιοθετεί ο John Walker προκειμένου να αναλύσει την πολύπλοκη σχέση ανάμεσα στις εικαστικές και πλαστικές τέχνες και το φαινόμενο της μαζικής επικοινωνίας. Πρόκειται για ένα πεδίο το οποίο ελάχιστα έχει διερευνηθεί, παρά το γεγονός ότι στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα και στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον ορισμένων ερευνητών. Εξετάζεται επίσης η θέση που καταλαμβάνει η προσέγγιση του Walker στην εξέλιξη των θεωρήσεων για την τέχνη, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις κοινωνιολογικές της διαστάσεις, οι οποίες είναι άλλωστε εμφανείς σε αυτό το έργο του. Αναδεικνύονται τέλος η σημασία της προσέγγισής του και οι βασικές κατευθύνσεις που θέτει για τη μελλοντική έρευνα στην κοινωνιολογία των τεχνών, καθώς υποστηρίζεται ότι τα περιθώρια όχι μόνο δεν έχουν εξαντληθεί από τότε που κυκλοφόρησε το βιβλίο του Walker, αλλά διαρκώς διευρύνονται χάρη στις νέες εξελίξεις που παρατηρούνται στο πεδίο της μαζικής επικοινωνίας στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα - εξελίξεις οι οποίες ασκούν σημαντική επίδραση στις εικαστικές και πλαστικές τέχνες.

 

Αλέξανδρος Μπαλτζής, Ανδρέας Βέγλης

Άρθρο στο επιστημονικό περιοδικό με κριτές:
Ζητήματα Επικοινωνίας, τεύχος 8/2008, σελ. 121-141
Αθήνα: Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Εφηρμοσμένης Επικοινωνίας - Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ
Εκδόσεις Καστανιώτη
ISSN 1790-0824

 

Περίληψη

Εξετάζονται 17 εμπειρικές έρευνες και μοντέλα μέτρησης, το θεωρητικό υπόβαθρο της έννοιας και η σημασία της διαδραστικότητας στις νέες συνθήκες παραγωγής, διανομής και πρόσληψης συμβολικών μορφών. Εστιάζοντας στις προσωπικές ιστοσελίδες των μουσικών, παρουσιάζεται ένα μοντέλο για τη μέτρηση και την αξιολόγηση της διαδραστικότητας και συμπληρώνεται ένα κενό στην έρευνα για το διαδίκτυο.

Το προτεινόμενο μοντέλο μπορεί να συμβάλει στον εμπειρικό έλεγχο των υποθέσεων ότι το διαδίκτυο οδηγεί στην αποκέντρωση της επικοινωνίας, στις αντίστροφες αγορές και στην αποδιαμεσολάβηση, ότι δηλαδή οδηγεί στη χειραφέτηση της καλλιτεχνικής επικοινωνίας από κατεστημένους θεσμούς διαμεσολάβησης και στον εμπλουτισμό της. Ακόμη, μπορεί να βρει εφαρμογή στο σχεδιασμό και την αξιολόγηση των ιστοσελίδων, αλλά και να χρησιμοποιηθεί μεθοδολογικά σε έρευνες, πέρα από εκείνες της σχέσης ανάμεσα στους μουσικούς και τα ακροατήρια στο νέο επικοινωνιακό περιβάλλον.

Η προσέγγιση που υιοθετείται, στηρίζεται στη διαπίστωση ότι αν και η έρευνα για τις ενδεχόμενες επιδράσεις του διαδικτύου στην καλλιτεχνική επικοινωνία εστιάζει σε ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων, ωστόσο έχει μέχρι στιγμής παραβλέψει τον τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι καλλιτέχνες αξιοποιούν το διαδίκτυο για την επικοινωνία με το κοινό τους.

 

Alexandros Baltzis, Antonis Gardikiotis

Πρακτικά του διεθνούς συνεδρίου:
Arts, Culture and Public Sphere. Expressive and Instrumental Values in Economic and Sociological Perspectives
FDA – Faculty of Design and Art – IUAV University, Venice
DADI – Department of Art and Industrial Design – IUAV University, Venice
The Sociology of Culture RN of the ESA - European Sociological Association
The Sociology of the Arts RN of the ESA - European Sociological Association
Βενετία, 4-8 Νοεμβρίου 2008
Ηλεκτρονική έκδοση

 

Περίληψη

Αντικείμενο: Παρουσιάζεται εμπειρική έρευνα η οποία εστιάζει στα πρότυπα απόκτησης μουσικής του φοιτητικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης. Βασικός στόχος της έρευνας είναι να διερευνήσει τη σχέση ανάμεσα στη χρήση των ποικίλων καναλιών διάδοσης της μουσικής αφενός και αφετέρου στις μουσικές προτιμήσεις, τις κοινωνικές αξίες και ορισμένα δημογραφικά χαρακτηριστικά του υπό έρευνα πληθυσμού.

Μέθοδοι: Από 456 φοιτητές στα τρία ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της πόλης ζητήθηκε να υποδείξουν τη συχνότητα με την οποία αποκτούν μουσική από διαφορετικά κανάλια διάδοσης. Από τους ερωτώμενους ζητήθηκε επίσης να υποδείξουν τις προτιμήσεις τους για 24 μουσικά είδη και τη σημασία που αποδίδουν σε 24 κοινωνικές αξίες για την προσωπική τους ζωή. Επίσης, συλλέχθηκαν τυπικά δημογραφικά δεδομένα (φύλο, μορφωτικό επίπεδο γονέων, γεωγραφική προέλευση, επαγγέλματα γονέων, ετήσιο οικογενειακό εισόδημα) και κατασκευάστηκε μία κλίμακα κοινωνικοοικονομικής κατάστασης. Για κάθε ερωτώμενο υπολογίστηκε ο λόγος χρήσης του κάθε καναλιού προς τη συνολική χρήση όλων των καναλιών μέσω των οποίων αποκτά μουσική, ώστε να προκύψουν τα πρότυπα χρήσης των διαφορετικών καναλιών. Συμπληρωματικά, τα διάφορα κανάλια ταξινομήθηκαν σε τυπικά και άτυπα, καθώς και σε δωρεάν και επί πληρωμή.

Πραγματοποιήθηκε ανάλυση διακύμανσης κατά ένα παράγοντα για να διερευνηθεί η σχέση ανάμεσα στα πρότυπα χρήσης των καναλιών διάδοσης αφενός και αφετέρου στο μορφωτικό επίπεδο των γονέων, τη γεωγραφική προέλευση, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση και το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα. Επίσης πραγματοποιήθηκε σύγκριση της μέσης τιμής ανεξάρτητων δειγμάτων (independent-samples T-test) για να διερευνηθεί κατά πόσο τα πρότυπα απόκτησης μουσικής των ανδρών είναι διαφορετικά από εκείνα των γυναικών. Τέλος, πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις ιεραρχικής πολλαπλής παλινδρόμησης για να διερευνηθεί κατά πόσο οι μουσικές προτιμήσεις και οι κοινωνικές αξίες μπορούν να προβλέψουν τα πρότυπα απόκτησης μουσικής.

Ευρήματα: Οι αναλύσεις έδειξαν ότι οι μουσικές προτιμήσεις, το φύλο και το πολιτιστικό υπόβαθρο προβλέπουν καλύτερα τα πρότυπα απόκτησης μουσικής σε σύγκριση με τις κοινωνικές αξίες, τη γεωγραφική προέλευση, το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση. Τα ευρήματα αντιφάσκουν με τη ρητορική της (μείζονος) βιομηχανίας ηχογραφημάτων, η οποία αναπαριστά με υπερβολικά απλουστευτικό τρόπο τους χρήστες άτυπων και δωρεάν καναλιών διάδοσης της μουσικής, προσάπτοντάς τους αποκλειστικά αρνητικές εργαλειακές αξίες.

Η βιβλιογραφική επισκόπηση αποκάλυψε επίσης ότι τα μείζονα επιστημονικά παραδείγματα με τα οποία η κοινωνιολογία της μουσικής και η κοινωνιολογία των τεχνών ερμηνεύουν την πολιτιστική κατανάλωση και τις προτιμήσεις (θεωρία της ομολογίας, της πολιτισμικής παμφαγίας και πιο πρόσφατα της "σκηνής"), δεν υπεισέρχονται στις λεπτομέρειες και τις ιδιαιτερότητες των τρόπων με τους οποίους αντικειμενοποιούνται διαφορετικές μορφές του πολιτισμικού κεφαλαίου. Η σημασία των ευρημάτων για τη θεωρία, έγκειται στο γεγονός ότι προέκυψαν ενδείξεις, σύμφωνα με τις οποίες στην περίπτωση της μουσικής, τα πρότυπα απόκτησης είναι δύσκολο να συσχετιστούν με το βιοτικό ύφος συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων, σε αντίθεση με τις προτιμήσεις. Η διαπίστωση αυτή - εφόσον επιβεβαιωθεί από περαιτέρω έρευνες - μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση των σχετικών θεωριών και στην καλύτερη κατανόηση των λειτουργιών που επιτελούν οι τέχνες στις σύγχρονες κοινωνίες.

Ένα από τα συμπεράσματα που προέκυψαν, είναι επίσης ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να κατανοηθούν καλύτερα οι τρόποι με τους οποίους διαμορφώνονται τα πρότυπα απόκτησης μουσικής, ώστε να εξεταστεί κατά πόσο μπορεί να αποτελούν έκφραση συμβολικής αντίστασης ή προσαρμογής, απαξίωσης της καλλιτεχνικής δημιουργίας ή ευαισθητοποίησης απέναντι στην καιροσκοπική και κερδοσκοπική χρησιμοποίησή της. Η καλύτερη κατανόηση των προτύπων αυτών μπορεί να συμβάλει στη διευκρίνιση πολιτιστικών πρακτικών της καθημερινότητας και τελικά στη διαμόρφωση πιο αποτελεσματικής και παραγωγικής πολιτικής απέναντι στα ακροατήρια, από εκείνη της καταστολής.

Το πρακτικό, επομένως, επιχείρημα που υποστηρίζεται από την έρευνα αυτή, είναι ότι μάλλον θα ήταν επωφελέστερο για τη βιομηχανία των ηχογραφημάτων να επενδύσει σε σοβαρή έρευνα για το σχεδιασμό εναλλακτικής στρατηγικής απέναντι στα ακροατήρια, παρά σε δικαστικές διαμάχες αμφίβολης αποτελεσματικότητας, επιχειρώντας να υποστηρίξει μια παρωχημένη πολιτική που αγνοεί επιδεικτικά την πολυπλοκότητα της πολιτισμικής κατανάλωσης. Ανάλογη μεταβολή στάσης θα μπορούσε επίσης να βελτιώσει τη δημόσια εικόνα του κλάδου, καθώς αποτελεί μέχρι σήμερα μία από τις ελάχιστες πολιτιστικές βιομηχανίες που αντιμάχονται τους καταναλωτές τους.

 

Στον τόμο: The Impact of Internet on the Mass Media in Europe, σελ. 251-263
Επιμέλεια: Nikos Leandros
Suffolk, UK: Abramis, 2006

 

Περίληψη

Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζονται από κοινωνιολογική άποψη ορισμένα ζητήματα που αφορούν τα διομότιμα συστήματα (peer-to-peer networks) και την επιρροή που ασκούν στην καλλιτεχνική επικοινωνία. Η ανάλυση λαμβάνει υπόψη τις ιστορικές διαμάχες και συγκρούσεις τις οποίες προκαλούσε η αντίδραση της βιομηχανίας των ηχογραφημάτων, κάθε φορά που παρουσιαζόταν κάποιο εναλλακτικό κανάλι ή μέσο για τη διάδοση της μουσικής.

Σε αυτό το πλαίσιο, εξετάζεται ο πάγιος στρατηγικός στόχος του συγκεκριμένου κλάδου και υποστηρίζεται ότι τα διομότιμα συστήματα σηματοδοτούν ένα νέο στάδιο στην επιδίωξή του. Προς το παρόν, η αντινομία ανάμεσα στην κατεστημένη πολιτική της μείζονος βιομηχανίας και τις δυνατότητες που παρέχει το νέο περιβάλλον τόσο για τους καλλιτέχνες όσο και για το κοινό τους, αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του υπό συζήτηση σταδίου.

Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις σκληρές αντιπαραθέσεις που δημιουργεί η αντινομία αυτή, καθώς και στις πολιτισμικές και πολιτικές τους προεκτάσεις και συνέπειες. Υπογραμμίζονται, επίσης, οι συνέπειες της αντινομίας αυτής για την καλλιτεχνική δημιουργικότητα, για την κουλτούρα της καθημερινότητας των ακροατηρίων, αλλά και για το πολιτισμικό πεδίο γενικότερα. Καταλήγοντας, υποστηρίζεται ότι η πολιτική που ακολουθεί μέχρι στιγμής η μείζων βιομηχανία των ηχογραφημάτων στην περίπτωση των διομότιμων δικτύων υποβάλλει την ιδέα ότι η επιχειρηματική κουλτούρα μπορεί να αποδειχθεί μονόπλευρη και πολιτικά επικίνδυνη, εκτός εάν αντισταθμιστεί από άλλες δυνάμεις.