Alexandros Baltzis, Christos Barboutis

Άρθρο στο επιστημονικό περιοδικό με κριτές:
Journal of Radio and Audio Media, 2013, τεύχος 20(1): 53-67
DOI: 10.1080/19376529.2013.777730
Taylor & Francis, ISSN: 1937-6529 (Print), 1937-6537 (Online)

 

Περίληψη

Το άρθρο εξετάζει την υπόθεση ότι το διαδικτυακό ραδιόφωνο ανοίγει νέες δυνατότητες για την εκπλήρωση των προσδοκιών τις οποίες το παραδοσιακό ραδιόφωνο φαίνεται να έχει διαψεύσει. Λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα του ραδιοφώνου ως κοινωνικού συστήματος για την παραγωγή πολιτισμού και την επικοινωνία και αναλύοντας την ελληνική περίπτωση, προτείνεται ένα μοντέλο για τη μελέτη της δυναμικής που ενδεχομένως παρουσιάζει το διαδικτυακό ραδιόφωνο σε σύγκριση με το ερτζιανό, σε διαφορετικά μιντιακά περιβάλλοντα.

Το μοντέλο που προτείνεται περιλαμβάνει οκτώ διαστάσεις οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη σύγκριση ανάμεσα στο διαδικτυακό και το ερτζιανό ραδιόφωνο: θεσμικό πλαίσιο, δομές αγοράς και επιχειρηματικά μοντέλα, ποικιλία περιεχομένου, προφίλ ακροατηρίων, διαδραστικότητα, κοινωνικότητα, σχέσεις με τη βιομηχανία ηχογραφημάτων και τέλος σχέσεις με τους μείζονες ειδησεογραφικούς οργανισμούς και οργανισμούς επικοινωνίας.

Από την ανάλυση προκύπτει ότι απαιτείται μία αρκετά σύνθετη προσέγγιση προκειμένου να διερευνηθούν οι δυνατότητες και η δυναμική του διαδικτυακού ραδιοφώνου και να απαντηθεί το ερώτημα εάν και κατά πόσο είναι δυνατό να εκπληρώσει τις προσδοκίες για εκδημοκρατισμό και συμμετοχή των πολιτών στη δημόσια επικοινωνία.

Στο άρθρο υποστηρίζεται ότι το ερώτημα αυτό, εκτός από το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον που παρουσιάζει, είναι σημαντικό τόσο για την πολιτική στον τομέα των επικοινωνιών σε μια περίοδο περιστολής της δημοκρατίας, όσο και για τους παραγωγούς που προσανατολίζονται σε εναλλακτικές μορφές παραγωγής πολιτισμού και επικοινωνίας, πέρα από το σύστημα των κυρίαρχων μέσων.

 

(Η Δημιουργική Καταστροφή και η Αρχή της Ανισότητας στην Εποχή της Κρίσης)

Στον τόμο L’Industrie musicale à l'aube du XXIème siècle. Approches critiques, σελ. 167-199 (συμμετοχή μετά από πρόσκληση)
Επιμέλεια: Jacob T. Matthews, Lucien Perticoz
Paris: L'Harmattan, 2012

 

Περίληψη

Οι αντινομίες, οι ανισότητες και η αμφισημία των μουσικών βιομηχανιών βρίσκονται στο επίκεντρο αυτού του κεφαλαίου, όπου η βιομηχανία των ηχογραφημάτων θεωρείται συστατικό στοιχείο ενός ευρύτερου συστήματος στο πλαίσιο του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Έχοντας υπόψη τις ποικίλες πτυχές της παραγωγής πολιτισμού, ο στόχος δεν είναι να αναλυθούν οι ιδιαιτερότητες ενός τομέα, αλλά να εξεταστεί ένα υποσύστημα, οι ιδιομορφίες του οποίου αποκαλύπτουν τις αντιφάσεις του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Με αυτήν την έννοια, το μικροεπίπεδο εξετάζεται από κοινωνιακή οπτική.

Στο πρώτο μέρος, αποδομείται η αντίληψη για μία, ενιαία και μοναδική μουσική βιομηχανία, με βάση τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται τις τελευταίες δεκαετίες (ιδιαίτερα από τους Williamson και Cloonan). Αναλύονται οι λειτουργίες της αντίληψης αυτής στο δημόσιο λόγο και περιγράφεται ένα πολύ πιο σύνθετο και αντιφατικό σύστημα μουσικών βιομηχανιών, προσθέτοντας νέα στοιχεία στη σχετική βιβλιογραφία και συζήτηση. Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της πραγματικής παραγωγής και κυκλοφορίας της μουσικής, καθώς και σχετικές έρευνες, αλλά και τις χρήσεις της αντίληψης για μία ενιαία και μοναδική μουσική βιομηχανία, υποστηρίζεται ότι για να κατανοηθεί αυτό το πεδίο της παραγωγής πολιτισμού, χρειάζεται ένα καταλληλότερο μοντέλο.

Στο δεύτερο μέρος, αναλύονται η πολυπλοκότητα, οι αντινομίες και η αμφισημία των μουσικών βιομηχανιών, εξετάζοντας τις ροές των υλικών φορέων περιεχομένου, του μουσικού εξοπλισμού και των πολιτισμικών πόρων της μουσικής σε διεθνές επίπεδο. Αναλύονται, επίσης, οι ανισότητες στο μικροεπίπεδο και περιγράφεται η αστοχία των βιομηχανιών του πολιτισμού για τις λιγότερο ευνοημένες χώρες και τους λιγότερο ευνοημένους δημιουργούς. Στο κεφάλαιο αυτό υποστηρίζεται ότι οι ανισότητες και η αμφισημία των μουσικών βιομηχανιών, σκιαγραφούν ένα πεδίο πολύ πιο σύνθετο από εκείνο που περιγράφει η απλουστευτική θέση του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού. Η οπτική που υιοθετείται είναι, επίσης, ασύμβατη με την ιδεολογική "εναρμόνιση" που αναδύεται από τη ρητορική της όποιας βιομηχανίας. Από την οπτική αυτή, προτείνεται ο όρος αρχή της ανισότητας, ο οποίος αναφέρεται στις ανισότητες, τις αντινομίες και τις πολύπλευρες συνέπειές τους ως δομικά χαρακτηριστικά των μουσικών βιομηχανιών.

Λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της ανισότητας, στη συνέχεια, στο τρίτο μέρος του κεφαλαίου εξετάζεται η τρέχουσα μετάλλαξη των μουσικών βιομηχανιών με βάση αφενός το μοντέλο του Peterson για την παραγωγή πολιτισμού και αφετέρου τη θεωρία περί δημιουργικής καταστροφής. Από την οπτική αυτή, υποστηρίζεται ότι δεν υπάρχει κρίση ΤΗΣ μουσικής βιομηχανίας (η οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχει), αλλά διαδικασία προσαρμογής ορισμένων τομέων σε διάφορους κλάδους των μουσικών βιομηχανιών. Τέλος, περιγράφεται ένα πιθανό σενάριο για το μέλλον των βιομηχανιών αυτών στο πλαίσιο της τρέχουσας κοινωνικοοικονομικής κρίσης και λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της ανισότητας. Στο φως αυτής της οπτικής, το κεφάλαιο καταλήγει ότι η ανάλυση των αντιφάσεων και της πολυπλοκότητας, αλλά και η απομάκρυνση από την κυρίαρχη λογική του "ολιγονομίου", αποκαλύπτουν ορισμένες απροσδόκητες συνέπειες της τρέχουσας μετάλλαξης.

 

Χρήστος Μπαρμπούτης, Αλέξανδρος Μπαλτζής

Στον τόμο Radio Evolution, Conference Proceedings, σελ. 117-130
Επιμέλεια: Madalena Oliveira, Pedro Portela, Luís António Santos
Braga: Communication and Society Research Centre (CECS), University of Minho, 2012
ISBN: 978-989-97244-9-5

http://www.lasics.uminho.pt/ojs/index.php/radioevolution

 

Περίληψη

Η ανακοίνωση παρουσιάζει συνοπτικά τα χαρακτηριστικά του ερτζιανού ραδιοφωνικού τοπίου στην Ελλάδα, με βάση προηγούμενες έρευνες και τη σχετική βιβλιογραφία. Πρόκειται για περίπτωση όπου τα μέσα μαζικής επικοινωνίας - επομένως και το ερτζιανό ραδιόφωνο - λειτουργούν σε ένα περιβάλλον το οποίο προσδιορίζει η εξάρτηση από ισχυρά συμπλέγματα πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων. Οι έρευνες δείχνουν ότι η ιεραρχία πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών παραγόντων με βάση την οποία έχει συγκροτηθεί το τοπίο του ερτζιανού ραδιοφώνου στην Ελλάδα, επηρεάζεται από αυτήν την εξάρτηση. Στην ανακοίνωση υποστηρίζεται ότι πέρα από το θεσμικό πλαίσιο, αυτού του είδους η διευθέτηση ασκεί επίδραση στο ενημερωτικό και ψυχαγωγικό περιεχόμενο του επίγειου ("παραδοσιακού" ή ερτζιανού) ραδιοφώνου. Παίρνοντας αποστάσεις από ερμηνείες που υπεραπλουστεύουν τα πράγματα ή στηρίζονται σε θεωρίες συνωμοσίας και με βάση προηγούμενες αναλύσεις, υποστηρίζεται επίσης ότι στην ελληνική περίπτωση το ραδιόφωνο δεν αποτελεί απλώς "αγωγό", αλλά εργαλείο το οποίο επιτελεί διπλή λειτουργία: αφενός, προωθεί τα συμπλέγματα πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, αφετέρου συμβάλλει στην κατασκευή ιδεολογίας και πολιτισμού.

Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι οι τρόποι με τους οποίους επιτελείται αυτή η διπλή λειτουργία είναι πολλαπλοί, έμμεσοι και αρκετά σύνθετοι. Επομένως, δεν μπορούν να ανιχνευθούν εύκολα και μόνο με τη βοήθεια της ανάλυσης του θεσμικού πλαισίου ή των επιδόσεων της αγοράς. Είναι αναγκαία μία πιο σύνθετη προσέγγιση, ειδικά επειδή προηγούμενες μελέτες δείχνουν ότι ο τρόπος με τον οποίο το εμπορικό ραδιόφωνο καθιερώθηκε στην Ελλάδα και η κατοπινή του εξέλιξη, διασφάλισαν ένα συγκεκριμένο τύπο πλουραλισμού, ο οποίος επηρεάζεται από συμπλέγματα πολιτικοοικονομικών συμφερόντων. Με την έννοια αυτή, στην ανακοίνωση εξετάζεται η περίπτωση του ελληνικού ερτζιανού ραδιοφώνου στο ευρύτερο πλαίσιο του μιντιακού τοπίου στη χώρα, λαμβάνοντας υπόψη ποικίλες πτυχές της ιστορικής του εξέλιξης και των κοινωνικών του χαρακτηριστικών. Παράλληλα, περιγράφεται και ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το συγκεκριμένο μέσο μαζικής επικοινωνίας σε μικρές ευρωπαϊκές αγορές.

Με βάση την ανάλυση αυτή, στην ανακοίνωση εξετάζονται οι προκλήσεις του διαδικτυακού ραδιοφώνου για το ελληνικό μιντιακό τοπίο και σε αυτό το πλαίσιο τίθεται μια σειρά από ερωτήματα. Πρώτο και βασικό, είναι το ερώτημα κατά πόσο το διαδικτυακό ραδιόφωνο διαθέτει τις δυνατότητες και τη δυναμική να διαφοροποιηθεί από το ερτζιανό, δηλαδή να απαλλαγεί από τα ιστορικά βάρη του τελευταίου. Λαμβάνοντας υπόψη προηγούμενες αναλύσεις, υποστηρίζεται ότι δεν μπορεί να αγνοείται η πιθανότητα οι ίδιες δυνάμεις και δομές που κυριαρχούν στο ερτζιανό τοπίο να αποικίσουν και το διαδικτυακό και τελικά να καθορίσουν και το περιεχόμενό του. Εξάλλου, έρευνες έχουν δείξει ότι αυτή είναι μία γενικότερη τάση η οποία αφορά το διαδίκτυο συνολικά. Δεύτερο, τίθεται το ερώτημα για τις διαφορές ανάμεσα στο ερτζιανό και το διαδικτυακό ραδιόφωνο ως μέσα μαζικής επικοινωνίας και ως κοινωνικά συστήματα. Σε μία προσπάθεια να εξεταστούν οι πιθανότητες που έχει το διαδικτυακό ραδιόφωνο να κάνει τη διαφορά σε ένα μιντιακό τοπίο όπως το ελληνικό, η ανακοίνωση πραγματεύεται τις βασικές διαστάσεις της σχετικής έρευνας. Τέλος επιχειρείται να σκιαγραφηθούν οι κύριες κατευθύνσεις της, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο το διαδίκτυο μπορεί να αποτελέσει ένα νέο περιβάλλον για το ραδιόφωνο ή μία νέα μορφή που θα εξασφαλίζει τη λειτουργία των παλαιών, κατεστημένων και αρκετά καλά γνωστών δομών.

 

Αλέξανδρος Μπαλτζής, Ανδρέας Βέγλης

Άρθρο στο επιστημονικό περιοδικό με κριτές:
Ζητήματα Επικοινωνίας, τεύχος 14-15/2012, σελ. 5-7
Αθήνα: Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Εφηρμοσμένης Επικοινωνίας (Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών) / Εκδόσεις Καστανιώτη
ISSN: 1790-0824

 

Περίληψη

Το άρθρο παρουσιάζει το σκεπτικό για τις επιλογές του αφιερώματος εξετάζοντας συνοπτικά τον πολυσχιδή και διεπιστημονικό χαρακτήρα του πεδίου των δημοσιογραφικών σπουδών. Υποστηρίζοντας ότι έχει ιδιαίτερη σημασία ο προσδιορισμός τους ως επίγνωσης της δημοσιογραφίας, όπως ορίζουν το πεδίο οι Calcutt και Hammond, θεωρεί ότι απαρτίζεται από ένα σύνολο επιστημών που εξετάζουν την παραγωγή του δημοσιογραφικού λόγου, τις πρακτικές, τις μορφές και τα είδη, τις κοινωνικές λειτουργίες και την εξέλιξη της δημοσιογραφίας, αλλά και την εκπαίδευση των δημοσιογράφων.

Λαμβάνοντας υπόψη μία πολύ σύντομη επισκόπηση του πεδίου στη χώρα μας (αφού άλλωστε αναλυτικότερη ανάπτυξη παρουσιάζεται σε σχετικό άρθρο του αφιερώματος), υιοθετεί την άποψη που έχουν αναπτύξει και άλλοι αναλυτές: σε συνθήκες παλινδρόμησης ή διολίσθησης σε μορφές αυταρχισμού, η ίδια η δημοσιογραφία αποκτά ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο (και ίσως όχι τόσο) ως πεδίο άσκησης ηγεμονίας, αλλά και ως πεδίο αντίστασης.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι συγγραφείς συμφωνούν ότι θα ήταν αυτοκαταστροφικό για την ακαδημαϊκή κοινότητα να επιτρέψει τη μετατροπή της σε πάροχο υπηρεσιών επαγγελματικής κατάρτισης για τη βιομηχανία των ειδήσεων. Αυτό θα είχε ως συνέπεια να εγκαταλειφθούν η κριτική ανάλυση και η μελέτη της δημοσιογραφίας σε βάθος μέσω της ανάπτυξης των δημοσιογραφικών σπουδών.

 

Antonis Gardikiotis, Alexandros Baltzis

Άρθρο στο επιστημονικό περιοδικό με κριτές:
Psychology of Music, 2012, τεύχος 40(2), σελ. 143-163
DOI: 10.1177/0305735610386836
SAGE Publications, ISSN: 0305-7356

 

Περίληψη

Το άρθρο παρουσιάζει εμπειρική έρευνα για τη σχέση ανάμεσα στις μουσικές προτιμήσεις, τις αξίες και τις μουσικές ταυτότητες σε δείγμα 606 φοιτητών από τα τρία ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Θεσσαλονίκης. Οι ερωτήσεις στις οποίες κλήθηκαν να απαντήσουν οι φοιτητές του δείγματος, αφορούσαν τις μουσικές τους προτιμήσεις, τη σημασία που αποδίδουν σε αυτές για τον αυτοπροσδιορισμό και την αυτοαντίληψή τους, καθώς και τις αξίες τους, σε μια συντομευμένη εκδοχή της έρευνας αξιών του Schwartz (1992). Στο ερωτηματολόγιο συμπεριλήφθηκαν 26 μουσικά είδη τα οποία προήλθαν από σχετική πιλοτική έρευνα.

Η ανάλυση παραγόντων κατέληξε σε μια τυπολογία της μουσικής προτίμησης, η οποία περιλαμβάνει πέντε δομές: εκλεπτυσμένη και πολύπλοκη (π.χ. Jazz ή κλασική μουσική), ελληνική παραδοσιακή (π.χ. ρεμπέτικα), συναισθηματική και εντυπωσιοθηρική (π.χ. pop), καθιερωμένα ανατρεπτική (π.χ. rock) και αντισυμβατικά διάφωνη (π.χ. punk).

Οι ιεραρχικές αναλύσεις παλινδρόμησης έδειξαν ότι οι αξίες και η προσλαμβανόμενη σημασία της μουσικής για τον αυτοπροσδιορισμό (δηλ. οι μουσικές ταυτότητες) συμβάλλουν διαφοροποιημένα στην πρόβλεψη των δομών της μουσικής προτίμησης (π.χ. η αυτοϋπέρβαση προβλέπει την καθιερωμένα ανατρεπτική μουσική προτίμηση, ενώ η συντήρηση τη συναισθηματική και εντυπωσιοθηρική κ.λπ.).

Η συζήτηση και η ερμηνεία των ευρημάτων εντάσσονται - όπως άλλωστε και η έρευνα στο σύνολό της - τόσο στο πλαίσιο της κοινωνικής ψυχολογίας όσο και στο πλαίσιο της κοινωνιολογίας της μουσικής, όπου υπάρχει μακρόχρονη παράδοση στη μελέτη της μουσικής προτίμησης και των παραγόντων που την επηρεάζουν. Το είδος της ανάλυσης δεδομένων που επιλέχθηκε στηρίζεται στο γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια διαπιστώνεται συχνά πως οι κλασικοί δημογραφικοί παράγοντες δεν επαρκούν για να εξηγήσουν την πρόσληψη καλλιτεχνικών αγαθών και αναζητούνται κοινά σημεία ανάμεσα στην υπόθεση της πολιτισμικής παμφαγίας του Peterson και εκείνη της ομολογίας που διατύπωσαν ο Gans και ιδιαίτερα ο Bourdieu.

Η έρευνα αυτή είναι η πρώτη που γίνεται για τα ελληνικά δεδομένα, ενώ στη διεθνή βιβλιογραφία η αναζήτηση της σχέσης ανάμεσα στις αξίες και τις μουσικές προτιμήσεις δεν απαντάται συχνά.