Στο κεφάλαιο αυτό διερευνάται από κοινωνιολογική άποψη η σημασία της διαδραστικότητας και της μη γραμμικότητας για την καλλιτεχνική επικοινωνία στο περιβάλλον του διαδικτύου. Θεωρείται ότι η διαδικτυακή διαδραστικότητα και η μη γραμμικότητα είναι πιθανό να προκαλέσουν σημαντικές ποιοτικές μεταβολές στη δομή και τις λειτουργίες της καλλιτεχνικής επικοινωνίας. Η λογοτεχνία, η μουσική, ο κινηματογράφος, οι οπτικές και άλλες μορφές τέχνης επηρεάζονται από μεταβολές οι οποίες αφορούν τη δημιουργία και την παραγωγή, τη διάδοση και τη διανομή, καθώς και την πρόσληψη συμβολικών μορφών αισθητικής τάξης.
Στο πεδίο της δημιουργίας, η μη γραμμικότητα και η διαδραστικότητα οδήγησαν σε νέους τύπους καλλιτεχνικών έργων, θέτοντας μια σειρά από αισθητικά προβλήματα. Ταυτόχρονα, σε ένα δικτυακό περιβάλλον ελεύθερης πρόσβασης, οι αρχές αυτές επηρεάζουν τη διάδοση και την πρόσληψη των καλλιτεχνικών έργων, καθώς είναι πιθανό - υπό ορισμένες προϋποθέσεις - να ασκήσουν ιδιαίτερα ισχυρή επίδραση στις κατεστημένες δομές και τους θεσμούς της καλλιτεχνικής επικοινωνίας.
Ιδιαίτερα οι νέες μορφές διαδραστικότητας και μη γραμμικότητας που αναπτύσσονται κυρίως στο διαδίκτυο, θέτουν επίσης και μια σειρά από ζητήματα σχετικά με την εκπαιδευτική και πολιτιστική πολιτική, εφόσον σε τελική ανάλυση φέρνουν στο προσκήνιο τον αποδέκτη όχι ως ανώνυμη μονάδα - μέλος μιας απρόσωπης μάζας - αλλά ως προσωπικότητα που βιώνει ενεργά την αισθητική εμπειρία.
Στο πρώτο μέρος του άρθρου σκιαγραφούνται τα βασικά χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης ως σύνθετου κοινωνικού φαινομένου και οι βασικές τάσεις προσέγγισής του από τους κοινωνικούς επιστήμονες. Το δεύτερο μέρος πραγματεύεται τις μεταβολές που οφείλονται στις τεχνολογικές εξελίξεις και οι οποίες πραγματοποιούνται σε ένα παγκοσμιοποιημένο σύστημα πραγμοποιημένων κοινωνικών σχέσεων. Διαπιστώνεται ότι οι θεσμικές μεταβολές οι οποίες αφορούν κυρίως την παραγωγή και τη διάδοση της μουσικής και οι δομικές αλλαγές της μουσικής επικοινωνίας, επιφέρουν μεταβολές στους τρόπους πρόσληψης του καλλιτεχνικού έργου. Μαζί με τη διαδικασία υπερπολιτισμού (transculturation), σε ένα περιβάλλον γενικευμένων πολιτισμικών ανταλλαγών, οι μεταβολές αυτές συνθέτουν ένα νέο πλαίσιο για τη μουσική δημιουργία. Στο τρίτο μέρος, αναλύονται οι ασυμμετρίες και οι αντινομίες οι οποίες προκύπτουν από την παγκοσμιοποίηση του μουσικού πολιτισμού. Υποστηρίζεται ότι η διαδικασία τυπικού εκδημοκρατισμού της μουσικής ζωής αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του σύγχρονου μουσικού πολιτισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Η κατάσταση αυτή ευνοεί τη συνύπαρξη κινδύνων και ευκαιριών σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο. Υποστηρίζεται επίσης, ότι οι οικονομικές, πολιτισμικές και πολιτικές όψεις των εξελίξεων αυτών δεν μπορούν πλέον να διαχωριστούν. Στην πραγματικότητα, παγκοσμιοποίηση του μουσικού πολιτισμού σημαίνει παγκοσμιοποίηση των πραγμοποιημένων κοινωνικών σχέσεων στο πολιτισμικό πεδίο.
Στη διεθνή βιβλιογραφία, αυτό το διαπιστώνουν οι αναλύσεις των οικονομικών και πολιτισμικών συνεπειών που προκύπτουν από την εξάπλωση των παγκόσμιων βιομηχανικών συμπλεγμάτων πολυμέσων και του άνισου συστήματος των σχέσεων πνευματικής ιδιοκτησίας το οποίο έχουν εδραιώσει διεθνώς. Οι συνθήκες αυτές θέτουν ένα νέο πλαίσιο για τις λειτουργίες των μέσων μαζικής επικοινωνίας, ως μέσων για την αναπαραγωγή και διάδοση της μουσικής, αλλά και της τέχνης γενικότερα, και επομένως ως μέσων για τη διαχείριση αισθητικών αξιών. Ταυτόχρονα, διαπιστώνεται ότι οι υπό συζήτηση εξελίξεις διαμορφώνουν νέες δυνατότητες πολιτισμικής διάδρασης και αντίδρασης.
Η μελέτη αναφέρεται, επίσης, στις νέες προκλήσεις που παρουσιάζονται για την "κλασική" μουσικολογία, για την κοινωνιολογία της μουσικής, για τη θεωρία της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, αλλά και για την πολιτιστική και εκπαιδευτική πολιτική.
Στο άρθρο αυτό εξετάζεται η σχέση ανάμεσα στις τέχνες και το φαινόμενο της μαζικής επικοινωνίας, όπως διαμορφώνεται στη διάρκεια του εικοστού αιώνα στις αναπτυγμένες κοινωνίες, όπου τα μέσα μαζικής επικοινωνίας θεωρούνται κομβικής σημασίας για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Το άρθρο στηρίζεται στην άποψη ότι οι τέχνες αποτελούν ιδιότυπες μορφές επικοινωνίας (σε αυτό αναφέρεται άλλωστε ο όρος "καλλιτεχνική επικοινωνία") και επομένως, η σχέση τους με τα συστήματα για την παραγωγή, τη διάδοση και την πρόσληψη συμβολικών μορφών σε μαζική κλίμακα είναι εγγενής. Στηρίζεται επίσης στην άποψη του N. Garnham, σύμφωνα με την οποία η κατανόηση των λειτουργιών που επιτελούν τα μέσα επικοινωνίας, καθώς και των τρόπων πολιτισμικής κατανάλωσης στο πλαίσιο των νεωτερικών κοινωνιών, αλλά και γενικότερα, στο πλαίσιο των εκάστοτε τρόπων παραγωγής και καταναγκασμού, προϋποθέτει ένα διευρυμένο ορισμό των μέσων αυτών, που δεν θα εστιάζει αποκλειστικά στα έντυπα, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Από αυτήν την οπτική, και εφόσον η συμβολική επικοινωνία θεωρείται ότι αποκτά κεντρική σημασία στην ύστερη νεωτερικότητα, θα ήταν εξαιρετικά περιοριστικό να παραβλέπονται οι λειτουργίες των τεχνών οι οποίες σχετίζονται τόσο με την κατασκευή όσο και με την υπονόμευση της συναίνεσης.
Σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, εξετάζονται η διαμεσολάβηση και η μαζικότητα ως βασικά χαρακτηριστικά της καλλιτεχνικής επικοινωνίας στις νεωτερικές κοινωνίες. Η παραγωγή, η διάδοση και η πρόσληψη καλλιτεχνικών αγαθών σε μαζική κλίμακα, μέσω του πολύπλοκου συστήματος των θεσμών διαμεσολάβησης - που ο Howard Becker ονόμασε "κόσμο της τέχνης" - καθιστούν τις ασυμμετρίες στην ελευθερία επιλογής και στην πρόσβαση (σε πολιτισμικούς πόρους, σε κανάλια επικοινωνίας και σε καλλιτεχνικά αγαθά), πρόβλημα κομβικής σημασίας.
Για το λόγο αυτό, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις αντινομίες και τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν την καλλιτεχνική επικοινωνία στις νεωτερικές κοινωνίες και οι οποίες δείχνουν ότι οι τέχνες δεν αποτελούν "αθώα στολίδια της ζωής", αλλά πεδία συμβολικής αντιπαράθεσης με ιδιαίτερα σημαντικές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές προεκτάσεις.
Η ανάλυση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ασυμμετρίες στην πρόσβαση και στην ελευθερία επιλογής - τόσο για τους καλλιτέχνες όσο και για το κοινό - δεν σχετίζονται μόνο με τους θεσμούς διαμεσολάβησης, αλλά επίσης με την πολιτιστική και την εκπαιδευτική πολιτική. Σε αυτό το πλαίσιο, υποστηρίζεται ότι η χειραφέτηση και η δημοκρατία στο πεδίο της καλλιτεχνικής επικοινωνίας δεν επιτυγχάνονται όταν απλώς μεγαλύτερες μερίδες του πληθυσμού αποκτούν πρόσβαση σε περισσότερα καλλιτεχνικά αγαθά, αλλά όταν καλλιεργούνται και ενθαρρύνονται συστηματικά η αυτόνομη καλλιτεχνική επικοινωνία και η ενεργή συμμετοχή του κοινού, με την ιδιότητα πρωτίστως του πολίτη και δευτερευόντως του καταναλωτή, και όχι το αντίστροφο.
Στο άρθρο αυτό αναλύεται κοινωνιολογικά η άποψη για τη μουσική ως επιστήμη. Υποστηρίζεται ότι η άποψη αυτή πηγάζει από την ανάγκη υπέρβασης ενός στερεότυπου που κυριαρχεί στις νεωτερικές κοινωνίες. Πρόκειται για το στερεότυπο της τέχνης ως πολυτέλειας. Υποστηρίζεται επίσης ότι τόσο το στερεότυπο αυτό, όσο και η άποψη για τη μουσική ως επιστήμη, απορρέουν από τις σχέσεις αποξένωσης στο πεδίο του πολιτισμού και έχουν αρνητικές συνέπειες για τη μουσική εκπαίδευση, αλλά και για την καλλιτεχνική ζωή γενικά.
Στη βάση αυτή αναλύονται τα παράδοξα της μουσικής εκπαίδευσης στη χώρα μας και δίνεται έμφαση στο γεγονός ότι το στερεότυπο για την καλλιτεχνική εκπαίδευση ως είδος πολυτελείας έχει αναχθεί σε βασική αρχή τόσο της εκπαιδευτικής πολιτικής, όσο και της πολιτικής που ακολουθείται στον τομέα του πολιτισμού. Το γεγονός αυτό επαληθεύεται από δεδομένα που συλλέχθηκαν με εμπειρική έρευνα πεδίου σε μουσικά εκπαιδευτήρια, αλλά και από μια ποσοτική ανάλυση του προγράμματος που ακολουθεί το κοινό σχολείο.
Τέλος, υποστηρίζεται ότι οι σύγχρονες πολιτισμικές εξελίξεις απαιτούν έναν τύπο εκπαιδευτικής και πολιτιστικής πολιτικής που είναι ασύμβατος με το στερεότυπο για την τέχνη ως πολυτέλεια.
Στη μελέτη αυτή εξετάζεται το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που εδώ και αρκετά χρόνια επιδεικνύει για την ποικιλομορφία και την ετερότητα η παγκόσμια βιομηχανία του πολιτισμού - με αιχμή τη βιομηχανία πολυμέσων. Το ενδιαφέρον αυτό γίνεται καλύτερα κατανοητό στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης αγοράς πολιτισμικών αγαθών. Διαπιστώνεται ότι, αν και στο αυτί του ακροατή - ή στο μάτι του θεατή - καταλήγει σήμερα μια εμφανώς πρωτόγνωρη ποικιλομορφία πολιτισμικών και καλλιτεχνικών προϊόντων, παραμένει στην αφάνεια και αποσιωπάται συστηματικά το γεγονός ότι, οι όροι και οι προϋποθέσεις αυτού του επιτεύγματος λειτουργούν οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά σε βάρος των λιγότερο αναπτυγμένων κοινωνιών και των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικών συνόλων. Ταυτόχρονα, ενισχύεται και με καλλιτεχνικά μέσα η ψευδαίσθηση για την τέχνη ως ένα είδος καθολικής ή παγκόσμιας "γλώσσας", με τη βοήθεια της οποίας θα μπορούσαν να επιλυθούν ευκολότερα οι ασυμμετρίες και οι κοινωνικές αντιφάσεις της εποχής μας. Τονίζεται ότι οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για τη διαμόρφωση πολιτικής, η οποία αφενός θα ευνοεί την πολιτισμική ανάπτυξη σε τοπικό επίπεδο και αφετέρου θα συμβάλλει στην καλλιέργεια μιας κριτικά προσανατολισμένης καλλιτεχνικής και αισθητικής κουλτούρας.