Εξετάζονται 17 εμπειρικές έρευνες και μοντέλα μέτρησης, το θεωρητικό υπόβαθρο της έννοιας και η σημασία της διαδραστικότητας στις νέες συνθήκες παραγωγής, διανομής και πρόσληψης συμβολικών μορφών. Εστιάζοντας στις προσωπικές ιστοσελίδες των μουσικών, παρουσιάζεται ένα μοντέλο για τη μέτρηση και την αξιολόγηση της διαδραστικότητας και συμπληρώνεται ένα κενό στην έρευνα για το διαδίκτυο.
Το προτεινόμενο μοντέλο μπορεί να συμβάλει στον εμπειρικό έλεγχο των υποθέσεων ότι το διαδίκτυο οδηγεί στην αποκέντρωση της επικοινωνίας, στις αντίστροφες αγορές και στην αποδιαμεσολάβηση, ότι δηλαδή οδηγεί στη χειραφέτηση της καλλιτεχνικής επικοινωνίας από κατεστημένους θεσμούς διαμεσολάβησης και στον εμπλουτισμό της. Ακόμη, μπορεί να βρει εφαρμογή στο σχεδιασμό και την αξιολόγηση των ιστοσελίδων, αλλά και να χρησιμοποιηθεί μεθοδολογικά σε έρευνες, πέρα από εκείνες της σχέσης ανάμεσα στους μουσικούς και τα ακροατήρια στο νέο επικοινωνιακό περιβάλλον.
Η προσέγγιση που υιοθετείται, στηρίζεται στη διαπίστωση ότι αν και η έρευνα για τις ενδεχόμενες επιδράσεις του διαδικτύου στην καλλιτεχνική επικοινωνία εστιάζει σε ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων, ωστόσο έχει μέχρι στιγμής παραβλέψει τον τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι καλλιτέχνες αξιοποιούν το διαδίκτυο για την επικοινωνία με το κοινό τους.
Αντικείμενο: Παρουσιάζεται εμπειρική έρευνα η οποία εστιάζει στα πρότυπα απόκτησης μουσικής του φοιτητικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης. Βασικός στόχος της έρευνας είναι να διερευνήσει τη σχέση ανάμεσα στη χρήση των ποικίλων καναλιών διάδοσης της μουσικής αφενός και αφετέρου στις μουσικές προτιμήσεις, τις κοινωνικές αξίες και ορισμένα δημογραφικά χαρακτηριστικά του υπό έρευνα πληθυσμού.
Μέθοδοι: Από 456 φοιτητές στα τρία ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της πόλης ζητήθηκε να υποδείξουν τη συχνότητα με την οποία αποκτούν μουσική από διαφορετικά κανάλια διάδοσης. Από τους ερωτώμενους ζητήθηκε επίσης να υποδείξουν τις προτιμήσεις τους για 24 μουσικά είδη και τη σημασία που αποδίδουν σε 24 κοινωνικές αξίες για την προσωπική τους ζωή. Επίσης, συλλέχθηκαν τυπικά δημογραφικά δεδομένα (φύλο, μορφωτικό επίπεδο γονέων, γεωγραφική προέλευση, επαγγέλματα γονέων, ετήσιο οικογενειακό εισόδημα) και κατασκευάστηκε μία κλίμακα κοινωνικοοικονομικής κατάστασης. Για κάθε ερωτώμενο υπολογίστηκε ο λόγος χρήσης του κάθε καναλιού προς τη συνολική χρήση όλων των καναλιών μέσω των οποίων αποκτά μουσική, ώστε να προκύψουν τα πρότυπα χρήσης των διαφορετικών καναλιών. Συμπληρωματικά, τα διάφορα κανάλια ταξινομήθηκαν σε τυπικά και άτυπα, καθώς και σε δωρεάν και επί πληρωμή.
Πραγματοποιήθηκε ανάλυση διακύμανσης κατά ένα παράγοντα για να διερευνηθεί η σχέση ανάμεσα στα πρότυπα χρήσης των καναλιών διάδοσης αφενός και αφετέρου στο μορφωτικό επίπεδο των γονέων, τη γεωγραφική προέλευση, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση και το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα. Επίσης πραγματοποιήθηκε σύγκριση της μέσης τιμής ανεξάρτητων δειγμάτων (independent-samples T-test) για να διερευνηθεί κατά πόσο τα πρότυπα απόκτησης μουσικής των ανδρών είναι διαφορετικά από εκείνα των γυναικών. Τέλος, πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις ιεραρχικής πολλαπλής παλινδρόμησης για να διερευνηθεί κατά πόσο οι μουσικές προτιμήσεις και οι κοινωνικές αξίες μπορούν να προβλέψουν τα πρότυπα απόκτησης μουσικής.
Ευρήματα: Οι αναλύσεις έδειξαν ότι οι μουσικές προτιμήσεις, το φύλο και το πολιτιστικό υπόβαθρο προβλέπουν καλύτερα τα πρότυπα απόκτησης μουσικής σε σύγκριση με τις κοινωνικές αξίες, τη γεωγραφική προέλευση, το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση. Τα ευρήματα αντιφάσκουν με τη ρητορική της (μείζονος) βιομηχανίας ηχογραφημάτων, η οποία αναπαριστά με υπερβολικά απλουστευτικό τρόπο τους χρήστες άτυπων και δωρεάν καναλιών διάδοσης της μουσικής, προσάπτοντάς τους αποκλειστικά αρνητικές εργαλειακές αξίες.
Η βιβλιογραφική επισκόπηση αποκάλυψε επίσης ότι τα μείζονα επιστημονικά παραδείγματα με τα οποία η κοινωνιολογία της μουσικής και η κοινωνιολογία των τεχνών ερμηνεύουν την πολιτιστική κατανάλωση και τις προτιμήσεις (θεωρία της ομολογίας, της πολιτισμικής παμφαγίας και πιο πρόσφατα της "σκηνής"), δεν υπεισέρχονται στις λεπτομέρειες και τις ιδιαιτερότητες των τρόπων με τους οποίους αντικειμενοποιούνται διαφορετικές μορφές του πολιτισμικού κεφαλαίου. Η σημασία των ευρημάτων για τη θεωρία, έγκειται στο γεγονός ότι προέκυψαν ενδείξεις, σύμφωνα με τις οποίες στην περίπτωση της μουσικής, τα πρότυπα απόκτησης είναι δύσκολο να συσχετιστούν με το βιοτικό ύφος συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων, σε αντίθεση με τις προτιμήσεις. Η διαπίστωση αυτή - εφόσον επιβεβαιωθεί από περαιτέρω έρευνες - μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση των σχετικών θεωριών και στην καλύτερη κατανόηση των λειτουργιών που επιτελούν οι τέχνες στις σύγχρονες κοινωνίες.
Ένα από τα συμπεράσματα που προέκυψαν, είναι επίσης ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να κατανοηθούν καλύτερα οι τρόποι με τους οποίους διαμορφώνονται τα πρότυπα απόκτησης μουσικής, ώστε να εξεταστεί κατά πόσο μπορεί να αποτελούν έκφραση συμβολικής αντίστασης ή προσαρμογής, απαξίωσης της καλλιτεχνικής δημιουργίας ή ευαισθητοποίησης απέναντι στην καιροσκοπική και κερδοσκοπική χρησιμοποίησή της. Η καλύτερη κατανόηση των προτύπων αυτών μπορεί να συμβάλει στη διευκρίνιση πολιτιστικών πρακτικών της καθημερινότητας και τελικά στη διαμόρφωση πιο αποτελεσματικής και παραγωγικής πολιτικής απέναντι στα ακροατήρια, από εκείνη της καταστολής.
Το πρακτικό, επομένως, επιχείρημα που υποστηρίζεται από την έρευνα αυτή, είναι ότι μάλλον θα ήταν επωφελέστερο για τη βιομηχανία των ηχογραφημάτων να επενδύσει σε σοβαρή έρευνα για το σχεδιασμό εναλλακτικής στρατηγικής απέναντι στα ακροατήρια, παρά σε δικαστικές διαμάχες αμφίβολης αποτελεσματικότητας, επιχειρώντας να υποστηρίξει μια παρωχημένη πολιτική που αγνοεί επιδεικτικά την πολυπλοκότητα της πολιτισμικής κατανάλωσης. Ανάλογη μεταβολή στάσης θα μπορούσε επίσης να βελτιώσει τη δημόσια εικόνα του κλάδου, καθώς αποτελεί μέχρι σήμερα μία από τις ελάχιστες πολιτιστικές βιομηχανίες που αντιμάχονται τους καταναλωτές τους.
Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζονται από κοινωνιολογική άποψη ορισμένα ζητήματα που αφορούν τα διομότιμα συστήματα (peer-to-peer networks) και την επιρροή που ασκούν στην καλλιτεχνική επικοινωνία. Η ανάλυση λαμβάνει υπόψη τις ιστορικές διαμάχες και συγκρούσεις τις οποίες προκαλούσε η αντίδραση της βιομηχανίας των ηχογραφημάτων, κάθε φορά που παρουσιαζόταν κάποιο εναλλακτικό κανάλι ή μέσο για τη διάδοση της μουσικής.
Σε αυτό το πλαίσιο, εξετάζεται ο πάγιος στρατηγικός στόχος του συγκεκριμένου κλάδου και υποστηρίζεται ότι τα διομότιμα συστήματα σηματοδοτούν ένα νέο στάδιο στην επιδίωξή του. Προς το παρόν, η αντινομία ανάμεσα στην κατεστημένη πολιτική της μείζονος βιομηχανίας και τις δυνατότητες που παρέχει το νέο περιβάλλον τόσο για τους καλλιτέχνες όσο και για το κοινό τους, αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του υπό συζήτηση σταδίου.
Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις σκληρές αντιπαραθέσεις που δημιουργεί η αντινομία αυτή, καθώς και στις πολιτισμικές και πολιτικές τους προεκτάσεις και συνέπειες. Υπογραμμίζονται, επίσης, οι συνέπειες της αντινομίας αυτής για την καλλιτεχνική δημιουργικότητα, για την κουλτούρα της καθημερινότητας των ακροατηρίων, αλλά και για το πολιτισμικό πεδίο γενικότερα. Καταλήγοντας, υποστηρίζεται ότι η πολιτική που ακολουθεί μέχρι στιγμής η μείζων βιομηχανία των ηχογραφημάτων στην περίπτωση των διομότιμων δικτύων υποβάλλει την ιδέα ότι η επιχειρηματική κουλτούρα μπορεί να αποδειχθεί μονόπλευρη και πολιτικά επικίνδυνη, εκτός εάν αντισταθμιστεί από άλλες δυνάμεις.
Αναλύεται η διαδικτυακή παρουσία του ραδιοφώνου στην περίπτωση της Ουγγαρίας, της Ελλάδας, αλλά και του ιδιότυπου διαδικτυακού ραδιοφώνου ARTEradio.com. Οι ιστότοποι αναλύθηκαν από την άποψη της εμφάνισής τους, των πληροφοριακών και ενημερωτικών κειμένων που περιλαμβάνουν, καθώς και του ηχητικού υλικού που ενδεχομένως διαθέτουν, των σχημάτων προσανατολισμού που υιοθετούν, καθώς και της παρουσίας ή της απουσίας προσπελάσιμων από το κοινό αρχείων με τα προγράμματά τους. Τα δείγματα που εξετάστηκαν, περιλαμβάνουν ιδιωτικούς και δημόσιους ραδιοσταθμούς, καθώς και ραδιοσταθμούς τοπικών κοινοτήτων. Περιλαμβάνουν επίσης ραδιοσταθμούς με εκπεμπόμενο και ραδιοσταθμούς με διαδικτυακό μόνο πρόγραμμα.
Με βάση την ανάλυση που πραγματοποιήθηκε, και η οποία αποτελεί μέρος ευρύτερου ερευνητικού προγράμματος, παρουσιάζονται οι βασικές λειτουργίες των ραδιοφωνικών ιστοτόπων, εξετάζονται οι σκοποί για τους οποίους δημιουργήθηκαν και οι τρόποι με τους οποίους χρησιμοποιούνται. Παράλληλα, προτείνεται ένα σχήμα για την ταξινόμησή τους. Η συγκριτική ανάλυση και η ταξινόμηση στηρίζονται στην προσπάθεια να κατανοηθεί εάν και κατά πόσο οι ραδιοσταθμοί αντιλαμβάνονται και αξιοποιούν το διαδίκτυο:
Το άρθρο περιγράφει το θεωρητικό πλαίσιο, την προσέγγιση που υιοθετήθηκε και τα εργαλεία ανάλυσης που χρησιμοποιήθηκαν. Στην περίπτωση της Ουγγαρίας αναλύθηκαν 36 ραδιοφωνικοί ιστότοποι, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας κατασκευάστηκε δείγμα 44 ραδιοφωνικών ιστοτόπων, αντιπροσωπευτικό ως προς την κατανομή των ραδιοσταθμών στους 51 νομούς. Η τυπολογία των ραδιοφωνικών ιστοτόπων αναδεικνύει τις βασικές λειτουργίες τις οποίες φαίνεται να επιτελούν και οι οποίες γίνονται περισσότερο σαφείς μέσω της σχετικής ανάλυσης.
Τα αποτελέσματα στην περίπτωση της Ελλάδας, δείχνουν ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων το διαδίκτυο θεωρείται μάλλον ως ένα επιπλέον μέσο πρόσβασης στα ακροατήρια, με κατεστημένους τρόπους προσέγγισης, παρά ως νέα μορφή επικοινωνίας που θα μπορούσε να εμπλουτίσει το περιεχόμενο που παράγουν και διαδίδουν οι ραδιοσταθμοί.
Ανοικτά για μελλοντική έρευνα παραμένουν τα ερωτήματα για την ενδεχόμενη επιρροή των ραδιοφωνικών ιστοτόπων στις συνήθειες ακρόασης και στη μουσική κουλτούρα των ακροατηρίων γενικότερα.
Στην εισαγωγή - πέρα από την παρουσίαση της λογικής με την οποία συγκροτήθηκαν τα διαφορετικά μέρη του τόμου - γίνεται επισκόπηση του ευρύτερου πλαισίου στο οποίο παρατηρούνται οι εξελίξεις στο πεδίο της μαζικής επικοινωνίας και των μέσων της. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις διαφοροποιήσεις, τις επιφυλάξεις και την ποικιλομορφία των στάσεων απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τους θεσμούς της, οι οποίες εκφράστηκαν και πολιτικά με τη διαφοροποιημένη αντιμετώπιση της Συνταγματικής Συνθήκης από τους πολίτες στις διάφορες χώρες.
Τονίζεται ότι η ερμηνεία της αμφιθυμίας των Ευρωπαίων πολιτών δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη και απλουστευτική, αφού τα δεδομένα των διαφορετικών περιπτώσεων δείχνουν ότι υπάρχει ποικιλία κινήτρων και παραγόντων που οδηγούν σε φαινομενικά παρόμοια αποτελέσματα. Θα πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη ο πολιτισμός και η κουλτούρα που θεωρούνται ιδιαίτερης σημασίας για τη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας, η οποία - με τη σειρά της - αποτελεί προϋπόθεση για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Τέλος, διατυπώνονται ορισμένα από τα κεντρικά ερωτήματα για τις λειτουργίες των μέσων μαζικής επικοινωνίας υπό το φως της αλλαγής τόσο του "τεχνοοικονομικού" όσο και του πολιτισμικού παραδείγματος στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εν όψει της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.